explanation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
explanation | explanations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
explanation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εξήγηση, η επεξήγηση
- ↪ I owe you an explanation.
- Σας χρωστώ μια εξήγηση.
- ↪ I owe you an explanation.