extraversion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛks.tʁa.vɛʁ.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
extraversion | extraversions |
extraversion (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
extraversion | extraversions |
extraversion (fr) θηλυκό