extrinsèque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
extrinsèque extrinsèques

Επίθετο[επεξεργασία]

extrinsèque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • εξωτερικός, που δεν αποτελεί μέρος αυτού για το οποίο γίνεται λόγος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]