fébrilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fe.bʁi.li.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fébrilité fébrilités

fébrilité (fr) θηλυκό