félicité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fe.li.si.te/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
félicité | félicités |
félicité (fr) θηλυκό
- η ευτυχία, η ευδαιμονία