faŝisto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | faŝisto | faŝistoj |
αιτιατική | faŝiston | faŝistojn |
faŝisto (eo)
- ο φασίστας