fabo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fabo | faboj |
αιτιατική | fabon | fabojn |
fabo (eo)
- η φάβα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fabo | faboj |
αιτιατική | fabon | fabojn |
fabo (eo)