factito

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
factito < θαμιστικό του ρήματος facio

factito

  1. κάνω κάτι συχνά
  2. εξασκώ
  3. κατασκευάζω