factito

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

factito < θαμιστικό του ρήματος facio

Ρήμα[επεξεργασία]

factito

  1. κάνω κάτι συχνά
  2. εξασκώ
  3. κατασκευάζω

Κλίση[επεξεργασία]