fairy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fairy (en) (πληθυντικός fairies)
- η νεράιδα
- (Βόρεια Αγγλία, ΗΠΑ, μειωτικό, καθομιλουμένη) αρσενικός ομοφυλόφιλος, ιδιαιτέρως ο θηλυπρεπής
- (παγανισμός) πνεύμα της φύσης