familiarité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- familiarité < λατινική familiaritas
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fa.mi.lja.ʁi.te/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
familiarité | familiarités |
familiarité (fr) θηλυκό
- η οικειότητα, η εξοικείωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη familier