Μετάβαση στο περιεχόμενο

farina

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
farina < λατινική farro

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
farina farine

farina (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

farina (ca)