Μετάβαση στο περιεχόμενο

farmer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
farmer farmers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
farmer < farm + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

farmer (en)

  • (επάγγελμα) ο αγρότης, η αγρότισσα
      He returned to his village and went from a factory worker to a farmer.
    Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης εργοστασίου έγινε αγρότης.