Μετάβαση στο περιεχόμενο

feedback

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

feedback (en)

  1. ανατροφοδότηση
  2. ανάδραση
  3. αναπληροφόρηση



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
feedback < αγγλική feedback

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
feedback feedbacks

feedback (fr) αρσενικό