αναπληροφόρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπληροφόρηση | οι | αναπληροφορήσεις |
γενική | της | αναπληροφόρησης* | των | αναπληροφορήσεων |
αιτιατική | την | αναπληροφόρηση | τις | αναπληροφορήσεις |
κλητική | αναπληροφόρηση | αναπληροφορήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπληροφορήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπληροφόρηση < ανα- + πληροφόρηση ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική feedback)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναπληροφόρηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η κριτική, οι γνώμες, οι απόψεις και τα σχόλια που λαμβάνει κάποιος μετά από μία δημοσίευση, ενέργεια ή πράξη του
- Αν και δεν είναι απαραίτητη για την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας επικοινωνίας, η αναπληροφόρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον αποστολέα. Του δίνει πληροφορίες για το αν λαμβάνονται ή όχι τα μηνύματα που στέλνει, για το βαθμό κατανόησης, καθώς και τις αντιδράσεις του παραλήπτη σ’ αυτές. (*)
- Τα οφέλη που έβλεπα ήταν αφενός ότι με το ιστολόγιο υπάρχει δυνατότητα ακαριαίας αντίδρασης και αφετέρου ότι είναι πιο εύκολη η αναπληροφόρηση. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ανά και πληροφόρηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)