fete

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fete (en)

fete (en)

  • (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική) τιμώ κάποιον, γιορτάζω κάποιον, δίνω γιορτή προς τιμήν κάποιου