feu d'artifice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
feu d'artifice | feux d'artifice |
feu d'artifice (fr) αρσενικό
- το πυροτέχνημα
- on a assisté à un feu d'artifice spectaculaire - παραβρεθήκαμε σε ένα θεαματικό πυροτέχνημα