artifice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

artifice < λατινική artificium (τέχνη, επάγγελμα)

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
artifice artifices

artifice (fr)

  • το τέχνασμα
    il a inventé un artifice pour se tirer de cette impasse - εφεύρε ένα τέχνασμα για να ξεφύγει από αυτό το αδιέξοδο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]