fiduciaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fiduciaire | fiduciaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
fiduciaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικονομία) λέγεται σχετικά με τις αξίες που βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη που έχουν μεταξύ τους τα άτομα που τις χρησιμοποιούν