Μετάβαση στο περιεχόμενο

fief

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fief (en)

  1. φέουδο
  2. ιδιοκτησία που δίνεται σε κάποιον με αντάλλαγμα την υποχρέωση παροχής στρατιωτικής υπηρεσίας



      ενικός         πληθυντικός  
fief fiefs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fief (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) το φέουδο
  2. η διοικητική περιφέρεια στην οποία εκλέγεται και για την οποία ευθύνεται κάποιος πολιτικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη féodal