féodal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | féodal | féodals |
θηλυκό | féodale | féodales |
féodal (fr)
- φεουδαρχικός, σχετικός με ένα φέουδο ή με την φεουδαρχία
- (κατ’ επέκταση) που έχει ένα πολιτικό σύστημα που μοιάζει με την φεουδαρχία
- (μεταφορικά) αρχαϊκός, ξεπερασμένος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
féodal | féodaux |
féodal (fr) αρσενικό
- (ιστορία) άρχοντας στο φεουδαρχικό σύστημα
- (συνεκδοχικά) μεγάλος γαιοκτήμονας