fierce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fierce (en)
- a fierce storm battered the coast
- λυσσαλέος, μανιασμένος, γεμάτος άγρια αποφασιστικότητα
- we made a fierce attempt to escape
- άγριος (απειλητικός)
- the lion gave a fierce roar
- (στο Ιρλανδικό αγροτικό ιδίωμα} πολύ ή εξαιρετικά
- it was fierce cold
- Q: "How was the party last night?" A: "'Fierce'!"