finder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
finder finders

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
finder < find + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

finder (en)

  • ο ευρέτης
    Lost golden ring: the finder will be rewarded.
    Απωλέσθη χρυσό δακτυλίδι: ο ευρέτης αμοιφθήσεται.

Παράγωγα

[επεξεργασία]