finder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
finder | finders |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
finder (en)
- ο ευρέτης
- ↪ Lost golden ring: the finder will be rewarded.
- Απωλέσθη χρυσό δακτυλίδι: ο ευρέτης αμοιφθήσεται.
- ↪ Lost golden ring: the finder will be rewarded.