Μετάβαση στο περιεχόμενο

viewfinder

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
viewfinder viewfinders

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
viewfinder < view + finder

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

viewfinder (en)

  • το σκόπευτρο, το βιζέρ
      You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure what you’re shooting!
    Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • viewfinder στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια