fipentrado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fipentrado | fipentradoj |
αιτιατική | fipentradon | fipentradojn |
fipentrado (eo)
- το μπογιάντισμα