fipentristo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fipentristo | fipentristoj |
αιτιατική | fipentriston | fipentristojn |
fipentristo (eo)