Μετάβαση στο περιεχόμενο

flame

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
flame flames

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flame (en)

  1. φλόγα
  2. (μεταφορικά) ταίρι, η σχέση μου