Μετάβαση στο περιεχόμενο

flanc

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
flanc flancs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flanc (fr) αρσενικό

  1. το πλευρό
  2. η βουνοπλαγιά

Σύνθετα

[επεξεργασία]