flashlight
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
flashlight | flashlights |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flashlight (en)
- ο φακός, παρωχημένο: κλεφτοφάναρο
- ⮡ a pocket flashlight - φακός της τσέπης