fleet
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fleet | fleets |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fleet (en)
- ο στόλος, ένα υποσύνολο πολεμικών πλοίων με ενιαία διοίκηση
- ⮡ the US Sixth Fleet in the Mediterranean - ο έκτος αμερικανικός στόλος στη Μεσόγειο
- ο στόλος, μια ομάδα πλοίων που ψαρεύουν μαζί
- ⮡ a fishing fleet - αλιευτικός στόλος
- (μόνο ενικός, με the) ο στόλος, όλα τα στρατιωτικά πλοία μιας χώρας
- ⮡ the Greek/American fleet - ο ελληνικός/ο αμερικανικός στόλος
- ο στόλος, ομάδα αεροπλάνων, λεωφορείων, ταξί κτλ. που ταξιδεύουν μαζί ή ανήκουν στον ίδιο οργανισμό
- ⮡ The fleet of the commercial airlines is constantly being replaced.
- Ο στόλος των αεροπορικών εταιρειών ανανεώνεται συνεχώς.
- ⮡ The fleet of the commercial airlines is constantly being replaced.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- fleet - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 822. ISBN 9780194325684., λήμμα: στόλος