fonction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fonction | fonctions |
fonction (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη fonctionner