Μετάβαση στο περιεχόμενο

fonction

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fonction fonctions

fonction (fr) θηλυκό

  1. λειτουργία
  2. λειτούργημα
  3. συνάρτηση
  4. αρμοδιότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]