Μετάβαση στο περιεχόμενο

forest

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
forest forests

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

forest (en)

  • το δάσος
    παράδειγμα  Thousands of birds are chirping in the forest.
    Χιλιάδες πουλιά τιτιβίζουν στο δάσος.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]