forest
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
forest | forests |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]forest (en)
- το δάσος
Thousands of birds are chirping in the forest.
- Χιλιάδες πουλιά τιτιβίζουν στο δάσος.
ενικός | πληθυντικός |
forest | forests |
forest (en)