forfaitaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
forfaitaire < forfait

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɔʁ.fɛ.tɛʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
forfaitaire forfaitaires

forfaitaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κατ' αποκοπή
  2. που υπόκειται στην πληρωμή ενός σταθερού, συμβατικού ποσού

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη forfait