forfeiture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- forfeiture < forfeit
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]forfeiture (en)
- (νομικός όρος) στέρηση, κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου (ενέργεια που επιβάλλεται ως ποινή)
- forfeiture of pay: στέρηση μισθού (διοικητική ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε στρατιωτικό)
- η απώλεια ενός τέτοιου περιουσιακού στοιχείου
- το περιουσιακό στοιχείο που κατασχέθηκε