foule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
foule | foules |
foule (fr) θηλυκό
- η κοσμοσυρροή, το τσούρμο, το πλήθος, η πολυκοσμία