fractionnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fractionnement | fractionnements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fractionnement (fr) αρσενικό
- η διαίρεση, το κομμάτιασμα, η κατάτμηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη fraction