Μετάβαση στο περιεχόμενο

friction

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
friction frictions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

friction (fr) θηλυκό

  1. η τριβή
  2. η σύγκρουση