frivole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
frivole frivoles

frivole (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. επιπόλαιος
  2. κούφος

Συγγενικά

[επεξεργασία]