κούφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοῦφος, κουφός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κούφος η κούφη το κούφο
      γενική του κούφου της κούφης του κούφου
    αιτιατική τον κούφο την κούφη το κούφο
     κλητική κούφε κούφη κούφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κούφοι οι κούφες τα κούφα
      γενική των κούφων των κούφων των κούφων
    αιτιατική τους κούφους τις κούφες τα κούφα
     κλητική κούφοι κούφες κούφα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κούφος < αρχαία ελληνική κοῦφος

Επίθετο[επεξεργασία]

κούφος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]