κοῦφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κούφος, κουφός

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κοῦφος κούφη τὸ κοῦφον
      γενική τοῦ κούφου τῆς κούφης τοῦ κούφου
      δοτική τῷ κούφ τῇ κούφ τῷ κούφ
    αιτιατική τὸν κοῦφον τὴν κούφην τὸ κοῦφον
     κλητική ! κοῦφε κούφη κοῦφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κοῦφοι αἱ κοῦφαι τὰ κοῦφ
      γενική τῶν κούφων τῶν κούφων τῶν κούφων
      δοτική τοῖς κούφοις ταῖς κούφαις τοῖς κούφοις
    αιτιατική τοὺς κούφους τὰς κούφᾱς τὰ κοῦφ
     κλητική ! κοῦφοι κοῦφαι κοῦφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κούφω τὼ κούφ τὼ κούφω
      γεν-δοτ τοῖν κούφοιν τοῖν κούφαιν τοῖν κούφοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «πρῶτος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοῦφος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

κοῦφος, -η, -ον, συγκριτικός:κουφότερος

  1. ευκίνητος, σβέλτος, ανάλαφρος
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 13. Ξενοφῶντι Κορινθίῳ σταδιοδρόμῳ καὶ πεντάθλῳ, 114 (13.114)
    ἄγε κούφοισιν ἔκνευσον ποσίν·
    εμπρός ας ξεκινήσουμε μ᾽ ανάλαφρο ποδάρι·
    Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  2. άδειος, κενός
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 126 (125-126)
    ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ὄντας ἄλλο πλὴν | εἴδωλ᾽ ὅσοιπερ ζῶμεν ἢ κούφην σκιάν.
    γιατί το βλέπω, φαντάσματα είμαστε, | τίποτα άλλο, όσο επιζούμε, κούφια σκιά.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
  3. ήπιος, όχι δύστροπος
  4. (μεταφορικά) ελαφρύς, εύκολος
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 761 (761-762)
    φήμη γάρ τε κακὴ πέλεται κούφη μὲν ἀεῖραι | ῥεῖα μάλ᾽, ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ᾽ ἀποθέσθαι.
    Γιατί η κακοφημία είναι άσχημη, κι ελαφριά που να μπορείς να τη σηκώσεις | εύκολα πολύ, μα να την κουβαλάς βαριά, και δύσκολη να την αποτινάξεις.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  5. (ως προς το βάρος) ελαφρύς
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 7, 524a
    Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀναγκαῖον ἔν γε τοῖς τοιούτοις αὖ τὴν ψυχὴν ἀπορεῖν τί ποτε σημαίνει αὕτη ἡ αἴσθησις τὸ σκληρόν, εἴπερ τὸ αὐτὸ καὶ μαλακὸν λέγει, καὶ ἡ τοῦ κούφου καὶ ἡ τοῦ βαρέος, τί τὸ κοῦφον καὶ βαρύ, εἰ τό τε βαρὺ κοῦφον καὶ τὸ κοῦφον βαρὺ σημαίνει;
    Δε θα ήταν λοιπόν αναγκασμένη η ψυχή σ᾽ αυτές τις περιστάσεις να βρίσκεται σε απορία, τί τάχα να᾽ ναι εκείνο που της φανερώνει αυτή η αίσθηση ως σκληρό, αφού το ίδιο το λέγει και μαλακό, και τί είναι το βαρύ και το αλαφρό, αφού η ίδια η αίσθηση της παρουσιάζει και το βαρύ αλαφρό και το αλαφρό βαρύ;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 6, 1.12
    ἐπὶ τούτοις ὁρῶν ὁ Μυσὸς ἐκπεπληγμένους αὐτούς, πείσας τῶν Ἀρκάδων τινὰ πεπαμένον ὀρχηστρίδα εἰσάγει σκευάσας ὡς ἐδύνατο κάλλιστα καὶ ἀσπίδα δοὺς κούφην αὐτῇ.
    Τότε ο Μυσός, βλέποντάς τους να τα έχουν χαμένα, κατάφερε κάποιον από την Αρκαδία που είχε αγοράσει μια χορεύτρια, να τη φέρει μέσα, αφού πρώτα τη στόλισε όσο μπορούσε πιο όμορφα και της έδωσε μια ελαφριά ασπίδα.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  6. μηδαμινός, τιποτένιος
  7. (για τροφή) εύπεπτος
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 7, 1141b
    εἰ γὰρ εἰδείη ὅτι τὰ κοῦφα εὔπεπτα κρέα καὶ ὑγιεινά, ποῖα δὲ κοῦφα ἀγνοοῖ, οὐ ποιήσει ὑγίειαν, ἀλλ᾽ ὁ εἰδὼς ὅτι τὰ ὀρνίθεια κοῦφα καὶ ὑγιεινὰ ποιήσει μᾶλλον.
    γιατί αν ένας άνθρωπος γνωρίζει ότι τα ελαφριά κρέατα είναι ευκολοχώνευτα και υγιεινά, αγνοεί όμως ποιά κρέατα είναι ελαφριά, ο άνθρωπος αυτός δεν πρόκειται να κάνει τίποτε καλό για την υγεία του· αντίθετα, αυτός που γνωρίζει ότι τα κρέατα των πουλιών είναι ελαφριά και άρα υγιεινά, αυτός θα βοηθήσει περισσότερο από τον άλλον την υγεία του.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  8. (για στρατιώτη) ελαφρά οπλισμένος
  9. (για πλοίο) ελαφρά φορτωμένος
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 27.4
    ὅπως κοῦφαι ὦσιν αἱ νῆες, ἀποπλεῖν ἐς Σάμον, κἀκεῖθεν ἤδη ξυναγαγόντας πάσας τὰς ναῦς τοὺς ἐπίπλους, ἤν που καιρὸς ᾖ, ποιεῖσθαι.
    ώστε τα καράβια να είναι ελαφριά φορτωμένα, και να πάνε στην Σάμο, όπου να συγκεντρώσουν όλο τον στόλο. Από εκεί θα μπορούσαν να κάνουν επιχειρήσεις εναντίον του εχθρού, όταν θα παρουσιαζόταν ευκαιρία.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 37.1
    μέγα γὰρ τὸ καὶ αὐταῖς ταῖς ναυσὶ κούφαις τοσοῦτον πλοῦν δεῦρο κομισθῆναι
    γιατί είναι ήδη δύσκολο να επιχειρήσουν τόσο μακρύ ταξίδι και να έρθουν εδώ ακόμα και με ξεφόρτωτα καράβια
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  10. μάταιος, ανώφελος, άσκοπος
  11. μικρός, λίγος
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 260
    αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος.
    Αν σου ζητούσα, μια μικρή μου ᾽κανες χάρη;
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  12. (το ουδέτερο πληθ. ως επίρρημα) ελαφρά, ανάλαφρα, γοργά, γρήγορα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 158 (156-158)
    Δηΐφοβος δ᾽ ἐν τοῖσι μέγα φρονέων ἐβεβήκει | Πριαμίδης, πρόσθεν δ᾽ ἔχεν ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην, | κοῦφα ποσὶ προβιβὰς καὶ ὑπασπίδια προποδίζων.
    Και μεταξύ τους μ᾽ έπαρσιν προχώρει ο Πριαμίδης | Δηίφοβος την κυκλωτήν προβάλλοντας ασπίδα | και διασκελούσεν ελαφρά μ᾽ εκείνην σκεπασμένος.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 323 (321-323)
    ἐπὶ δ᾽ ἱππείου θόρε δίφρου, | εἴκελος ἀστεροπῇ πατρὸς Διὸς αἰγιόχοιο, | κοῦφα βιβάς·
    Πάνω στο άρμα των αλόγων | πήδηξε, σαν αστραπή του αιγιδοφόρου Δία, του πατέρα, | ανάλαφρα βαδίζοντας.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]