fruktarbejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fruktarbejo | fruktarbejoj |
αιτιατική | fruktarbejon | fruktarbejojn |
fruktarbejo (eo)
- ο οπωρώνας