fugio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fugio < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfu.ɡi.oː/

Ρήμα[επεξεργασία]

fugio (la)

  1. φεύγω
  2. επιταχύνω, επισπεύδω

Κλίση[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]