fugitivus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fugitivus < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fugitivus (la) αρσενικό
- δραπέτης, φυγάς
- (για στρατιώτη) λιποτάκτης
Κλίση
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]fugitivus (la)
Πηγές
[επεξεργασία]- fugitivus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.