fungo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fungo | fungoj |
αιτιατική | fungon | fungojn |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fungo (eo)
- ο μύκητας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fungo | fungoj |
αιτιατική | fungon | fungojn |
fungo (eo)