Μετάβαση στο περιεχόμενο

fusion

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fusion (en)

  1. η συγχώνευση
  2. η τήξη



      ενικός         πληθυντικός  
fusion fusions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fusion (fr) θηλυκό

  1. η συγχώνευση
  2. η συνένωση
  3. η τήξη
  4. η πυρηνική σύντηξη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]