fusion
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fusion (en)
- η συγχώνευση
- η τήξη
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fusion | fusions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fusion (fr) θηλυκό
- η συγχώνευση
- η συνένωση
- η τήξη
- η πυρηνική σύντηξη