fission
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fission (en)
- η σχάση, η διαίρεση ενός πράγματος στα δύο
- (φυσική) η σχάση, η διάσπαση του ατόμου
- (βιολογία) η κυτταρική διαίρεση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fission < αγγλική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fission | fissions |
fission (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη fendre