géographique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʒe.ɔ.ɡʁa.fik/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
géographique | géographiques |
géographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό