gadgeteer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gadgeteer | gadgeteers |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌɡadʒɪˈtɪə(r)/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gadgeteer (en)
ευρεία σημασία: γκατζετάκιας:
- κατασκευαστής ή εφευρέτης ηλεκτρονικών μικροσυσκευών
- γκατζετοποιός
- φανατικος χρήστης και αγοραστής μικροσυσκευών
- (μεταφορικά) γκατζετοφάγος