gamble away
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | gamble away |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gambles away |
αόριστος | gambled away |
παθητική μετοχή | gambled away |
ενεργητική μετοχή | gambling away |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
gamble away (en)
- χάνω το χρήματα μου παίζοντας
- ↪ They gambled away their money in the stock market.
- Έχασαν τα χρήματά τους παίζοντας στο χρηματιστήριο.
- ↪ They gambled away their money in the stock market.