gamo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gamo | gamoj |
αιτιατική | gamon | gamojn |
gamo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gamo | gamoj |
αιτιατική | gamon | gamojn |
gamo (eo)