gannet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈɡænɪt/
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
gannet < παλαιοαγγλικά: ganot «δυνατός και αρρενωπός»
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (ορνιθολογία) γένος: Morus, της οικογένειας: Sulidae
- (ΗΒ) άπληστος